στιλβότης: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />éclat.<br />'''Étymologie:''' [[στιλβός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />éclat.<br />'''Étymologie:''' [[στιλβός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[στιλβός]]<br />η [[ιδιότητα]] του στιλβού, [[στιλπνότητα]] («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν [[λαμπηδόνα]] ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.).
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στιλβότης Medium diacritics: στιλβότης Low diacritics: στιλβότης Capitals: ΣΤΙΛΒΟΤΗΣ
Transliteration A: stilbótēs Transliteration B: stilbotēs Transliteration C: stilvotis Beta Code: stilbo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.

German (Pape)

[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.

Greek (Liddell-Scott)

στιλβότης: -ητος, ἡ, = στιλπνότης, Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλβός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ στιλβός
η ιδιότητα του στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.).