στροφαλίζω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐστροφάλισα;<br />faire tourner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στροφάλιγξ]]. | |btext=<i>ao.</i> ἐστροφάλισα;<br />faire tourner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στροφάλιγξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[στροφάλιγξ]]<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[συνεχώς]] ή [[στρέφω]] [[κάτι]] πολύ, το [[στριφογυρίζω]] [[ολοένα]] ή [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στροφαλίζω]] ἠλακάτην» — [[γυρίζω]] το [[αδράχτι]], [[κλώθω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
lengthd. form of στρέφω, ἠλάκατα σ.
A twist the wool, i.e. spin, Od.18.315; φόβην AP6.218.8 (Alc.).
German (Pape)
[Seite 956] verlängerte Form von στρέφω, oft, viel drehen, ἠλάκατα, die Spindel drehen, spinnen, Od. 18, 315; στροφάλιξε φόβην, vom Löwen, Alcaeus 8 (VI, 218).
Greek (Liddell-Scott)
στροφᾰλίζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ στρέφω, ἠλάκατα στρ., στρέφω τὴν ἄτρακτον, κλώθω, νήθω, Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐστροφάλισα;
faire tourner, acc..
Étymologie: στροφάλιγξ.
Greek Monolingual
Α στροφάλιγξ
1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, το στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα
2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» — γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.).