σπαίρω: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />palpiter, s’agiter convulsivement.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, agiter ; cf. [[σπείρω]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />palpiter, s’agiter convulsivement.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, agiter ; cf. [[σπείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> κινούμαι σπασμωδικά<br /><b>2.</b> [[σπαρταρώ]], [[σφαδάζω]] («σπαίρει<br />ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[σπαίρω]] συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο [[ἀσπαίρω]] «[[σπαρταρώ]]», και, σύμφωνα με μια [[άποψη]], έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών ρ. [[ἀσπαίρω]] και [[σκαίρω]]. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>er</i>- με σημ. «[[πηδώ]], [[κλοτσώ]], [[σπαρταρώ]]» και συνδέεται με τα λιθουαν. <i>spiriu</i> «[[χτυπώ]] με το [[πόδι]], [[κλοτσώ]]», αρχ. ινδ. <i>sphurati</i> «[[χτυπώ]] με το [[πόδι]], [[σταματώ]]» (για τον φθόγγο -<i>φ</i>- του τ. <b>πρβλ.</b> και [[σφυρόν]]) και πιθ. με το λατ. <i>sperno</i> «[[απωθώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ἀσπαίρω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
A gasp, pant, quiver, of dying fish, Arist.Resp.471a30 (v.l. ἀσπαρίζουσιν), cf. A.R.4.874, Plb.15.33.5, D.H.4.39, AP6.30 (Maced.) (more freq. ἀσπαίρω, q.v.).
German (Pape)
[Seite 916] zucken, zappeln, Pol. 15, 33, 5, sich wie ein Sterbender vor Schmerz und aus Ungeduld hin u. her werfen; – sich sperren, widerstreben, zaudern, Her. 8, 5, v. l. ἀσπαίρω, welche Form die bessere attische ist und auch bei Her. vorzuherrschen scheint; – vom Herzen, schlagen, Qu. Sm. 10, 139.
Greek (Liddell-Scott)
σπαίρω: σπασμωδικῶς κινοῦμαι, «σπαρταρῶ», σφαδάζω, ἀγρυπνῶ, τρέμω, τινάσσομαι, ἐπὶ θνήσκοντος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 3, 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 874, Ἀνθ. Π. 6. 30, κτλ.· συχνότερον μετὰ προθετικοῦ α, ἀσπαίρω, ὃ ἴδε. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ προκύπτει καὶ τὸ σπαράσσω· πρβλ. Σανσκρ. sphar, sphur-âmi (mico, tremo)· Ζενδ. spar (gradior)· - ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ σπείρω ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· πρβλ. καὶ τὸ πάλλω. -Καθ’Ἡσύχ.: «σπαίρει· ἅλλεται, σκιρτᾶ, πηδᾶ. σκορπίζει», καὶ «σπαιρόντων· τὴν ψυχὴν ἐκπνεόντων».
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
palpiter, s’agiter convulsivement.
Étymologie: R. Σπαρ, agiter ; cf. σπείρω.
Greek Monolingual
Α
1. κινούμαι σπασμωδικά
2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει
ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει σχηματιστεί με συμφυρμό τών ρ. ἀσπαίρω και σκαίρω. Κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα sp(h)er- με σημ. «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» και συνδέεται με τα λιθουαν. spiriu «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ», αρχ. ινδ. sphurati «χτυπώ με το πόδι, σταματώ» (για τον φθόγγο -φ- του τ. πρβλ. και σφυρόν) και πιθ. με το λατ. sperno «απωθώ» (βλ. και λ. ἀσπαίρω)].