σημειώδης: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui est un signe, qui signifie, qui présage;<br /><b>2</b> digne d’attention, notable;<br /><i>Sp.</i> σημειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br /><b>1</b> qui est un signe, qui signifie, qui présage;<br /><b>2</b> digne d’attention, notable;<br /><i>Sp.</i> σημειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σημεῑον]]<br /><b>1.</b> [[αξιόλογος]], [[σημαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει [[σημεία]] για το [[μέλλον]]<br /><b>3.</b> (για ύφος) [[ιδιότροπος]], [[ιδιόρρυθμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σημειωδῶς</i> Α<br />αξιοσημείωτα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2. II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Thphr.Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. -δῶς remarkably, Str.16.2.28.
German (Pape)
[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.
Greek (Liddell-Scott)
σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d’attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σημεῑον
1. αξιόλογος, σημαντικός
2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον
3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος.
επίρρ...
σημειωδῶς Α
αξιοσημείωτα.