τροπαία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[τροπαῖος]].
|btext=v. [[τροπαῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>τροπαῑος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[τροπαῖος]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπαία Medium diacritics: τροπαία Low diacritics: τροπαία Capitals: ΤΡΟΠΑΙΑ
Transliteration A: tropaía Transliteration B: tropaia Transliteration C: tropaia Beta Code: tropai/a

English (LSJ)

(sc. πνοή), ἡ,

   A an alternating wind, esp. one which blows back from sea to land, opp. ἀπογεία, Arist.Pr.940b22, 945a6, Thphr. Vent.31,53; tropaei (venti), Plin.HN2.114; τ. is said to have meant ἡ ἐναντία πνοή in S.Fr.1103 (where τριπαία, τρίπαια, τριπαῖα codd.).    II metaph., λήματος, φρενὸς τροπαία, a change in the spirit of one's heart or mind, A.Th.706, Ag.219 (both lyr.); but τ. κακῶν a change from, release from... Id.Ch.775.

Greek (Liddell-Scott)

τροπαία: (ἐξυπακ. πνοή), ἡ, ἡ ἐναντία πνοή, πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν ξηράν, ἀντίθετον τῷ ἀπογεία, ἥτις ἦτο πνοὴ ἀνέμου ἐκ τῆς ξηρᾶς, Σοφ. Ἀποσπ. 950, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 5 καὶ 40, Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 31 καὶ 53· tropaei (venti) παρὰ Πλινίῳ 2. 44, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 314. ΙΙ. μεταφορ., λήματος, φρενὸς τροπαία, μετατροπή, μεταβολὴ τῶν διαθέσεων καὶ τῶν φρονημάτων τινός, Αἰσχύλ. Θηβ. 706, Ἀγ. 219, ἔνθα ἴδε Blomf.· ἀλλά, τρ. κακῶν, μεταβολλή, ἀπαλλαγὴ ἀπό..., ὁ αὐτ. ἐν Χο. 775.

French (Bailly abrégé)

v. τροπαῖος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. τροπαῑος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. τροπαῖος.