χρηματιστής: Difference between revisions

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶνevery man in love is compliant

Source
(Bailly1_5)
(3_47-test)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> homme d’affaires <i>ou</i> commerçant;<br /><b>2</b> fonction judiciaire de l’époque ptolémaïque, supprimée à l’époque romaine, cour itinérante de trois juges.<br />'''Étymologie:''' χρηματίζομαι.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> homme d’affaires <i>ou</i> commerçant;<br /><b>2</b> fonction judiciaire de l’époque ptolémaïque, supprimée à l’époque romaine, cour itinérante de trois juges.<br />'''Étymologie:''' χρηματίζομαι.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[χρηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται [[έμπορος]] που ασκεί [[δημόσιο]] [[λειτούργημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) [[δικαστής]].
}}
}}

Revision as of 12:33, 7 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτιστής Medium diacritics: χρηματιστής Low diacritics: χρηματιστής Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: chrēmatistḗs Transliteration B: chrēmatistēs Transliteration C: chrimatistis Beta Code: xrhmatisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A money-getter, trafficker, Pl.Grg. 452a, R.330b. Onos.1.20, etc.; joined with δημιουργός, Pl.R.434a; δεινὸς χ. x. Oec.2.18: metaph., πραότητος χ. Philostr.VS2.17.    2 as Adj., ὁ χ. [βίος] Arist.EN1096a5 (s. v. l.).    II in Egypt, circuitjudge, PCair.Zen.513 (iii B. C.), PRev.Laws 15.4 (iii B. C.), OGI 106.6 (ii B. C.), Aristeas 111, etc.; οἱ ἐπὶ τῶν τόπων χ. PFay.11.25 (ii B. C.), cf. UPZ162 ii 5 (ii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1374] ὁ, Einer der Geschäfte, bes. Handelsod. Geldgeschäfte treibt, ein betriebsamer Mensch, ein guter Wirth, der sich auf die Kunst zu erwerben, zu gewinnen wohl versteht; Plat. Gorg. 452 a Rep. IV, 434 a, δημιουργὸς ὢν ἤ τις ἄλλος χρηματιστὴς φύσει; auch mit φειδωλός vrbdn, VIII, 555 a; Xen. Oec. 2, 18; Arist. eth. 1, 5,7; dah. auch ein Wohlhabender, Vermögender.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ καταγινόμενος εἰς χρηματικὰς ἐργασίας, ἀσχολούμενος εἰς πορισμὸν χρημάτων, «χρημάτων ποριστής, ὁ ῥᾳδίως χρήματα πορίζων οὕτω προσαγορεύεται» (Σουΐδ.), Πλάτ. Γοργ. 452Α, Πολ. 330Α, κ. ἀλλ.· συνημμένον τῷ δημιουργός, αὐτόθι 434Α· δεινὸς χρ. Ξεν. Οἰκ. 2, 18· μεταφορ., πρᾳότητος χρ. Φιλόστρ. 598. 2) ὡς ἐπίθ., ὁ χρ. βίος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 8. ΙΙ. ἐν Αἰγύπτῳ δικαστής, Peyron. Pap. ἐν τῷ Mus. Taur. Σ. 94 (Turin 1826).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 homme d’affaires ou commerçant;
2 fonction judiciaire de l’époque ptolémaïque, supprimée à l’époque romaine, cour itinérante de trois juges.
Étymologie: χρηματίζομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χρηματίζω
νεοελλ.
πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων
2. (στην Αίγυπτο) δικαστής.