ὕποχος: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]]. | |btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὕποχος:''' -ον ([[ὑπέχω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υποτελής]] σε κάποιον, [[υπήκοος]] κάποιου, <i>τινι</i>, σε Ξεν.· <i>βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι</i>, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], υποκείμενος σε, [[υπεύθυνος]] για, [[υπόχρεος]] σε, <i>τινός</i>, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ὑπέχω)
A subject, under control, θεοῖς X.An.2.5.7; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.). 2 = ἔνοχος, liable to, ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92 (Stymphalus); responsible for, διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31.
Greek (Liddell-Scott)
ὕποχος: -ον, (ὑπέχω) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπήκοος, ὕπαρχος, πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων πόλεων, ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = ἔνοχος, ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
soumis à, dépendant de, dat. ou gén..
Étymologie: ὑπέχω.
Greek Monotonic
ὕποχος: -ον (ὑπέχω),
1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.
2. = ἔνοχος, υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.