φιλοκαμπής: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]]. | |btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με [[ευκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>καμπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].