τριβωνικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en guise de surtout.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]].
|btext=<i>adv.</i><br />en guise de surtout.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβων]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σαν [[τριβώνιο]] («τὸν [[τρίβων]]' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ [[τριβωνικῶς]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο επίθ. <i>τριβωνικός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβων]] «[[είδος]] ενδύματος») <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῶς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβωνικῶς Medium diacritics: τριβωνικῶς Low diacritics: τριβωνικώς Capitals: ΤΡΙΒΩΝΙΚΩΣ
Transliteration A: tribōnikō̂s Transliteration B: tribōnikōs Transliteration C: trivonikos Beta Code: tribwnikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A in the fashion of a τρίβων (A), χλαῖναν ἀναβαλοῦ τ. Ar.V.1132.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνικῶς: Ἐπίρρ., τὸν τρίβων’ ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς, ὥσπερ τριβώνιον, Ἀριστοφ. Σφ. 1132.

French (Bailly abrégé)

adv.
en guise de surtout.
Étymologie: τρίβων.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σαν τριβώνιο («τὸν τρίβων' ἄφες, τηνδὶ δὲ χλαῑναν ἀναβαλοῡ τριβωνικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. τριβωνικός (< τρίβων «είδος ενδύματος») + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].