τρυγητήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> vendangeur;<br /><b>2</b> le Vendangeur, <i>constellation</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρυγάω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> vendangeur;<br /><b>2</b> le Vendangeur, <i>constellation</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρυγάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και [[ιδίως]] τα σταφύλια, ο [[τρυγητής]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αστέρα, [[προτρυγητήρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρυγῶ</i> (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τιμωρη</i>-<i>τήρ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who gathers ripe fruit, esp. grapes, Hes.Sc.293 [with ῡ metri gr.]. II = προτρυγητήρ, Colum.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ τρυγῶν, τρυγητής, Λατ. vindemiator, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293 [[[μετὰ]] ῡ ἐναντίον πάσης χρήσεως]. ΙΙ. ὄνομα ἀστερισμοῦ, Columella 11. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 vendangeur;
2 le Vendangeur, constellation.
Étymologie: τρυγάω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που συλλέγει τους ώριμους καρπούς και ιδίως τα σταφύλια, ο τρυγητής
2. ονομασία αστέρα, προτρυγητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυγῶ (Ι) + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].