Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλόϊνος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait d’écorce ([[φλοιός]]) <i>ou</i> de l’espèce de roseau [[φλόος]] <i>ou</i> [[φλέως]].
|btext=η, ον :<br />fait d’écorce ([[φλοιός]]) <i>ou</i> de l’espèce de roseau [[φλόος]] <i>ou</i> [[φλέως]].
}}
{{grml
|mltxt=-ΐνη, -ον, Α<br />κατασκευασμένος με υλικό προερχόμενο από το [[φυτό]] [[φλέως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέως]] / [[φλοῦς]] «[[είδος]] φυτού» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέως]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[φλέϊνος]])].
}}
}}

Revision as of 12:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόϊνος Medium diacritics: φλόϊνος Low diacritics: φλόϊνος Capitals: ΦΛΟΪΝΟΣ
Transliteration A: phlóïnos Transliteration B: phloinos Transliteration C: floinos Beta Code: flo/i+nos

English (LSJ)

η, ον,

   A made from the plant φλόος 11, = φλέως, ἐσθής φλοΐνη garments thereof, Hdt.3.98; φ. ἡνίαι E.Fr.284; σπυρίς, ψίαθος, Poll.10.178.

German (Pape)

[Seite 1292] von Baumrinde, Bast; ἐσθῆτες, davon gemachte Kleider, Her. 3, 98; Poll. 10, 178; von dem Bast der Wasserpflanze φλέως, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

φλόϊνος: -η, -ον, ἐκ τοῦ φυτοῦ φλέω πεποιημένος, ἐσθῆτες φλόϊναι, ἐνδύματα πεποιημένα ἐξ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 98· φλ. ἡνίαι Εὐρ. Ἀποσπ. 286· «φλοΐνην σπυρίδα ἢ ψίαθον ἢ ὁτιδήποτε... ἡ δὲ ὕλη ὅθεν ἐπλέκετο, φλοῦς κατὰ τοὺς Ἴωνας, φλέως δὲ κατὰ τοὺς Ἀττικοὺς» Πολυδ. Ι΄, 178.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait d’écorce (φλοιός) ou de l’espèce de roseau φλόος ou φλέως.

Greek Monolingual

-ΐνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με υλικό προερχόμενο από το φυτό φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέως / φλοῦς «είδος φυτού» (βλ. λ. φλέως) + κατάλ. -ινος (πρβλ. φλέϊνος)].