διασκοπιάομαι: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(Autenrieth) |
(big3_11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[spy]] [[out]], Il. 10.388 and Il. 17.252. | |auten=[[spy]] [[out]], Il. 10.388 and Il. 17.252. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[avistar desde la atalaya]] de donde [[espiar]] σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón <i>Il</i>.10.388<br /><b class="num">•</b>[[distinguir]] ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων <i>Il</i>.17.252. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A watch as from a σκοπιά: hence, spy out, σε . . προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, of Dolon, Il.10.388; discern, distinguish, ἀργαλέον . . διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον 17.252.
German (Pape)
[Seite 602] ringsum ausspähen, auskundschaften; Il. 10, 388 ἦ σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα
Greek (Liddell-Scott)
διασκοπιάομαι: ἀποθ., παρατηρῶ ὡς ἀπὸ σκοπιᾶς· ἐντεῦθεν, κατασκοπεύω, σε… προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα, ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 388· ‒ διακρίνω, παρατηρῶ, ἀργαλέον… διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Ρ. 252.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
1 observer tout alentour;
2 discerner, distinguer.
Étymologie: διά, σκοπιά.
English (Autenrieth)
spy out, Il. 10.388 and Il. 17.252.
Spanish (DGE)
avistar desde la atalaya de donde espiar σ' Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα de Dolón Il.10.388
•distinguir ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον ἡγεμόνων Il.17.252.