ἐπίστροφος: Difference between revisions
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(ἐπιστρέφομαι): [[conversant]] [[with]] (ἀνθρώπων), [[through]] wanderings, Od. 1.177†. | |auten=(ἐπιστρέφομαι): [[conversant]] [[with]] (ἀνθρώπων), [[through]] wanderings, Od. 1.177†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («[[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ενδιαφέρεται για [[κάτι]] («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῑ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στριφτός]], [[γυριστός]] («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having dealings with, conversant, ἐ. ἦν ἀνθρώπων Od. 1.177 ; read by Ar.Byz. for ἐπίσκοπος, 8.163 ; ἐ. τινος concerned with or in it, A.Ag.397 (lyr.). 2 = ἐπιστρεφής, curved, winding, A.R. 2.979 ; ὅρμος D.P.75. 3 Adv. -φως diligently, exactly, Ephipp.3.10, Memn.7.3.
German (Pape)
[Seite 986] 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνθρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνθρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευθος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστροφος: -ον, (ἐπιστρέφω) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις αὐτοῦ), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. ἐπίσκοπος) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = ἐπιστρεφής, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, Μέμνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἐπιστρεφῶς.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..
Étymologie: ἐπιστρέφω.
English (Autenrieth)
(ἐπιστρέφομαι): conversant with (ἀνθρώπων), through wanderings, Od. 1.177†.
Greek Monolingual
ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῑ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.