ὑψηχής: Difference between revisions
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
(Autenrieth) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές ([[ἦχος]]): [[high]]-neighing, [[with]] [[head]] [[raised]] on [[high]], Il. 5.772 and Il. 23.27. | |auten=ές ([[ἦχος]]): [[high]]-neighing, [[with]] [[head]] [[raised]] on [[high]], Il. 5.772 and Il. 23.27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει [[δυνατά]] με τεντωμένη την [[κεφαλή]] [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑψηχές</i><br /><b>μτφ.</b> η [[ιδιότητα]] του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἦχος)
A making a loud or ringing sound, ὑψηχέες ἵπποι, because of their loud neighing, or their 'high-resounding pace' (cf. ἐρίγδουπος), Il.5.772 (v.l. ὑψαύχενες ap.Longin.), 23.27; τὸ ὑ. τῶν λόγων Philostr. VS1.25.7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηχής: -ές, γεν. έος, (ἦχος) ὁ ἠχῶν εἰς τὰ ὕψη, ὁ ὑψηλὰ χρεμετίζων μὲ ἀνατεταμένην πρὸς τὰ ἄνω τὴν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν ἵππων τῆς Ἥρας, ἵπποι ὑψηχέες, ὡς ἐκ τοῦ ἠχηροῦ αὐτῶν χρεμετισμοῦ ἢ ἐκ τοῦ ἀντηχοῦντος καλπασμοῦ (πρβλ. ἐρίγδουπος), Ἰλ. Ε. 772., Ψ. 27 (ἀλλ’ ὑπάρχει διάφ. γραφ. ὑψαύχενες, «ὧν ὁ ἦχος εἰς ὕψος ἀνέρχεται» (Σχόλ.), τὸ ὑψηχὲς τῶν λόγων Φιλόστρ. 539.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui résonne haut ou fort, sonore, retentissant.
Étymologie: ὕψι, ἦχος.
English (Autenrieth)
ές (ἦχος): high-neighing, with head raised on high, Il. 5.772 and Il. 23.27.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. (για τα άλογα της Ήρας) αυτός που χλιμιντρίζει δυνατά με τεντωμένη την κεφαλή προς τα πάνω
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑψηχές
μτφ. η ιδιότητα του υψηλόφωνου, του μεγαλόφωνου («τὸ ύψηχές τῶν λόγων», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. πολυ-ηχής].