ὑψίκερως: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
(Autenrieth)
(6)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κέρας]]): [[with]] [[lofty]] antlers, Od. 10.158†.
|auten=([[κέρας]]): [[with]] [[lofty]] antlers, Od. 10.158†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίκερως:''' -ων ([[κέρας]]), γεν. <i>-ω</i>, αυτός που έχει [[ψηλά]] κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., <i>ὑψικέρᾱτα πέτραν</i>, [[βράχος]] με ψηλή [[κορυφή]], σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκερως: -ων, γεν. -ω, (κέρας) ὁ ἔχων ὑψηλὰ κέρατα, ἔλαφος Ὀδ. Κ. 158· ὑψίκερω… φάσμα ταύρου Σοφ. Τραχ. 507· ― ἔχομεν ὡσαύτως αἰτ. κατὰ μεταπλασμόν, ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχον ὑψικόρυφον, Πινδ. (Ἀποσπ. 285) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 597, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 658, Χοιροβ. 50. 12.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
aux hautes cornes.
Étymologie: ὕψι, κέρας.

English (Autenrieth)

(κέρας): with lofty antlers, Od. 10.158†.

Greek Monotonic

ὑψίκερως: -ων (κέρας), γεν. , αυτός που έχει ψηλά κέρατα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· επίσης κατά μεταπλασμό, αιτ., ὑψικέρᾱτα πέτραν, βράχος με ψηλή κορυφή, σε Πίνδ. παρ' Αριστοφ.