θι: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(Autenrieth)
(4)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the [[place]] in [[which]], e. g. [[ἀγρόθι]], [[ἄλλοθι]]. Of [[time]] in [[ἠῶθι]].<br />see [[ἄνωγα]].
|auten=(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the [[place]] in [[which]], e. g. [[ἀγρόθι]], [[ἄλλοθι]]. Of [[time]] in [[ἠῶθι]].<br />see [[ἄνωγα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῐ:'''<b class="num">I.</b> αρχικά [[κατάληξη]] της γεν., όπως στο [[Ἰλιόθι]], [[πρό]], [[ἠῶθι]] [[πρό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. [[σημασία]], υποδηλώνοντας το [[μέρος]] στο οποίο, [[οἴκοθι]], [[ἄλλοθι]], κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐ Medium diacritics: θι Low diacritics: θι Capitals: ΘΙ
Transliteration A: thi Transliteration B: thi Transliteration C: thi Beta Code: qi

English (LSJ)

termin. of the locative case,

   A Ἰλιόθι πρό Il.8.561; ἠῶθι πρό 11.50.    II termin. of several locative Advs. formed from Substs., Adjs., and Prons., ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, etc., cf. A.D.Adv.205.35, al.

Greek (Liddell-Scott)

θῐ: κατ’ ἀρχὰς κατάληξ. τῆς γεν. ὡς πτώσεως τοπικῆς, ὡς ἐν τῷ Ἰλιόθι πρὸ Ἰλ. Θ. 561· ἠῶθι πρὸ Λ. 50: ― ἀκολούθως, ΙΙ. ἀχώριστον μόριον προστιθέμενον ἐν τέλει οὐσιαστικ., ἐπιθέτων καὶ ἀντωνυμιῶν, εἰς ἃ δίδει ἐπιρρηματικὴν σημασίαν, δηλοῦσαν τὸν τόπον ἐν ᾧ διαμένει τις, ἀγρόθι, οἴκοθι, ἄλλοθι, ἀμφοτέρωθι, αὐτόθι, κτλ.

English (Autenrieth)

(cf. Lat. -bi): a suffix denoting the place in which, e. g. ἀγρόθι, ἄλλοθι. Of time in ἠῶθι.
see ἄνωγα.

Greek Monotonic

θῐ:I. αρχικά κατάληξη της γεν., όπως στο Ἰλιόθι, πρό, ἠῶθι πρό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αχώριστο πρόσφημα αρκετών ουσ., επιθ. και αντωνυμιών, στα οποία δίνει επίρρ. σημασία, υποδηλώνοντας το μέρος στο οποίο, οἴκοθι, ἄλλοθι, κ.λπ.