κειάμενος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[καίω]].
|auten=see [[καίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κειάμενος:''' Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[καίω]]· [[κείαντες]], πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κειάμενος: κείαντες, ἴδε ἐν λέξ. καίω.

English (Autenrieth)

see καίω.

Greek Monotonic

κειάμενος: Επικ., μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του καίω· κείαντες, πληθ., μτχ. ή Ενεργ. αορ. αʹ.