κάπριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(Autenrieth)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κάπρος]]): [[wild]] [[boar]], [[with]] and [[without]] [[σῦς]], Μ , Il. 17.282.
|auten=([[κάπρος]]): [[wild]] [[boar]], [[with]] and [[without]] [[σῦς]], Μ , Il. 17.282.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάπριος]] και [[κάπρειος]], -ον (Α) [[κάπρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κάπρο<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κάπριος]]<br />ο [[αγριόχοιρος]], ο [[κάπρος]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπριος Medium diacritics: κάπριος Low diacritics: κάπριος Capitals: ΚΑΠΡΙΟΣ
Transliteration A: káprios Transliteration B: kaprios Transliteration C: kaprios Beta Code: ka/prios

English (LSJ)

ὁ, poet. for κάπρος,

   A wild boar, Il.11.414, 12.42, A.R.1.126; σῦς κάπριος Il.11.293, 17.282.    II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59.

German (Pape)

[Seite 1324] ον, = κάπρειος; καὶ τῶν νηῶν καπρίους ἐχουσέων τὰς πρώρας, von der Gestalt eines Ebers, Her. 3, 59. ὁ, poet. = κάπρος, Il. 11, 414. 12, 42, σῦς κάπριος 11, 293. 17, 262.

Greek (Liddell-Scott)

κάπριος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ κάπριος, ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· ὡσαύτως, σῦς κάπριος Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. κάπρος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπριος, ον, = κάπρειος, ὅμοιος πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de la race du sanglier : σῦς κάπριος, ou subst.κάπριος, sanglier;
2 de la forme d’un sanglier : πρῷραι HDT proues en forme de hure.
Étymologie: κάπρος.

English (Autenrieth)

(κάπρος): wild boar, with and without σῦς, Μ , Il. 17.282.

Greek Monolingual

κάπριος και κάπρειος, -ον (Α) κάπρος
1. αυτός που μοιάζει με κάπρο
2. το αρσ. ως ουσ. κάπριος
ο αγριόχοιρος, ο κάπρος.