παλιναίρετος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλῐναίρετος''': -ον, ὁ παυθεὶς καὶ [[πάλιν]] αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ [[πάλιν]] χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. [[παλίμβολος]], [[παλινάγρετος]]. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E [[χωρίον]]: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]] ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ. | |lstext='''πᾰλῐναίρετος''': -ον, ὁ παυθεὶς καὶ [[πάλιν]] αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ [[πάλιν]] χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. [[παλίμβολος]], [[παλινάγρετος]]. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E [[χωρίον]]: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ [[ἐναντίον]] ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει [[πάθος]] ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:06, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A removed from office and re-elected, of public officers, Eup.89, Archipp.14, Nicostr.34. 2 of buildings, pulled down and rebuilt, patched up, Pi.Fr.84, cf. Harp. s.v., Hsch., etc.; also σιδήρου π. IG12.313.131 (Eleusis). 3 παλιναίρετα γεγονότα . . καὶ διεφθαρμένα Pl.Ti.82e, expld. by Tim.Lex. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον . . αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα.
German (Pape)
[Seite 450] wiedergewählt, von Beamten, die abgesetzt und wieder gewählt worden sind, VLL.; vgl. bes. Harpocr. – Bei B. A. 59 wird erkl. παλιναίρετα τὰ ἐκ καταλύσεως οἰκοδομίας παλαιᾶς εἰς ἑτέραν πρόσφατον οἰκοδόμησιν ἐμβαλλόμενα, also alte Baumaterialien; vgl. Pind. bei Harpocr.; dah. auch = der Ausbesserung bedürftig, baufällig, u. übh. verderbt, καὶ διεφθαρμένα, Plat. Tim. 82 e.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐναίρετος: -ον, ὁ παυθεὶς καὶ πάλιν αἱρεθείς, ἐπὶ δημοσίων ἀρχόντων, ὁ ἀποχειροτονηθεὶς τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθείς, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 5, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 3, Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 8· καὶ ἐπὶ οἰκοδομημάτων καθαιρεθεὶς (κρημνισθεὶς) καὶ ἀνοικοδομηθείς, ἐπισκευασθείς, Πινδ. Ἀποσπ. 54· ἴδε Ἁρποκρ. ἐν λ., Φώτ., Σουΐδ., Ἡσύχ., καὶ πρβλ. παλίμβολος, παλινάγρετος. 2) τὸ ἐν Πλάτ. Τιμ. 82E χωρίον: παλιναίρετα γεγονότα ... καὶ διεφθαρμένα, ἑρμηνεύεται ἐν τῷ τοῦ Τιμαίου Λεξικ. φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον ... αὐτῇ τῇ αἱρέσει πάθος ἐμποιοῦντα, ἴδε Ruhnk εἰς Τίμ.