Δώριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />dorien.<br />'''Étymologie:''' [[Δωριεύς]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />dorien.<br />'''Étymologie:''' [[Δωριεύς]].
}}
{{Slater
|sltr=[[Δώριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[Dorian]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of [[Dorian]] lyric [[poetry]], esp. its [[music]]. ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.17) Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ (τῷ [[μέλει]]. Σ) (O. 3.5) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (&lt;[[αὐλός]]&gt; supp. Bergk) *fr. 191* [[test]]., Σ (O. 1.26) g: περὶ δὲ τῆς [[Δωριστὶ]] ἁρμονίας [[εἴρηται]] ἐν παιᾶσιν, [[ὅτι]] [[Δώριον]] [[μέλος]] σεμνότατόν ἐστι fr. 67.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> of the [[Isthmus]] of Korinth. [[Αἰγᾶθεν]] [[ποτὶ]] κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει [[Ποσειδάων]] ὀπάσαις, Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64)
}}
{{Slater
|sltr=[[Δώριος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[Dorian]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> of [[Dorian]] lyric [[poetry]], esp. its [[music]]. ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν (O. 1.17) Δωρίῳ φωνὰν ἐναρμόξαι πεδίλῳ (τῷ [[μέλει]]. Σ) (O. 3.5) Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων (&lt;[[αὐλός]]&gt; supp. Bergk) *fr. 191* [[test]]., Σ (O. 1.26) g: περὶ δὲ τῆς [[Δωριστὶ]] ἁρμονίας [[εἴρηται]] ἐν παιᾶσιν, [[ὅτι]] [[Δώριον]] [[μέλος]] σεμνότατόν ἐστι fr. 67.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> of the [[Isthmus]] of Korinth. [[Αἰγᾶθεν]] [[ποτὶ]] κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν (N. 5.37) Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει [[Ποσειδάων]] ὀπάσαις, Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (I. 8.64)
}}
}}

Revision as of 14:11, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δώριος Medium diacritics: Δώριος Low diacritics: Δώριος Capitals: ΔΩΡΙΟΣ
Transliteration A: Dṓrios Transliteration B: Dōrios Transliteration C: Dorios Beta Code: *dw/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Pratin. Lyr.1.17, Arist.Pol.1276b9: —Dorian, Pi.O.3.5;

   A ἁπλοῦν τε καὶ Δ. Plu.Lys.5, etc.; esp. of the Dorian mode in music, Arist.Pol.l.c., 1290a22.

Greek (Liddell-Scott)

Δώριος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Πρατίν. 1. 19, Ἀριστ. Πολ. 3, 3, 8., 4. 3, 7, Πίνδ. Ο. 3. 9, κτλ.· -ἰδίως ἐπὶ τοῦ Δωρίου τρόπου τῆς μουσικῆς (πρβλ. Δωριστί), Ἀριστ. Πολ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.