ἔλαιον: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[olive]]-[[oil]]; εὐῶδες, Od. 2.339; <<><>>οδόεν, Il. 23.186. See [[λίπα]]. | |auten=[[olive]]-[[oil]]; εὐῶδες, Od. 2.339; <<><>>οδόεν, Il. 23.186. See [[λίπα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
τό, (ἐλαία)
A olive-oil, in Hom. mostly anointing-oil, used after the bath, λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577, cf. 14.171, 18.350, etc.; before wrestling and other gymnastic exercises, πωλησεῦντι τὸ ἔ. εἰς τὸ γυμνάσιον IG12(1).3 (Rhodes); ἔ. θεῖναι to provide oil at the baths, ib.4.597,606 (Argos): prov., πῦρ ἐλαίῳ κοιμίσαι Lyr.Alex.Adesp.8 (a); ἐλαίῳ πῦρ κατας βεννύναι Luc.Tim.44; εὐῶδες ἔ. Od.2.339; ῥοδόεν (rose-scented) Il.23.186; ἔ. ῥόδινον Hp. Mul.2.135; ἔ. λευκον ib.136; τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐ. Σαμιακοῦ Antiph.331. II any oily substance, ἔ. χήνειον Hp.Mul.2.194; κίκινον, ἀμυγδάλινον ἔ., etc., Dsc.1.32,33, etc.; ῥαφάνινον ἔλαιον PAmh.2.93 (ii A.D.), etc.; ἔ. ἀπὸ σελαχῶν, like our 'cod-liver oil', Arist.HA520a18; ἔ. ἀπὸ γάλακτος butter, Hecat.154 J. III at Athens, oil-market, ἀναμενῶ σε . . πρὸς τοὔλαιον Men.896.
German (Pape)
[Seite 788] τό, 1) Oliven-, Baumöl, von Hom. an überall; bes. das Salböl, im Bade u. beim Ringen, dah. ἐλαίου ὄζειν, von häufig Ringenden; durch mancherlei Zuthat wohlriechend gemacht, εὐῶδες Od. 2, 339, ῥοδόεν Il. 23, 186. – 2) übh. Fettigkeit, bes. flüssige, ὑός, Schweinefett, Schmalz, Hippocr. – 3) der Ort, wo Oel verkauft wird, Men. bei Eust. 1595 Poll. 9, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλαιον: τό, (ἐλαία) ἐλαιόλαδον, Λατ. oleum, olivum, παρ’ Ὁμ. κα ὰ τὸ πλεῖστον ἔλαιον δι’ οὗ ἐχρίοντο μετὰ τὸ λουτρόν, λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ (ἴδε τὴν λ. λίπα) Ἰλ. Κ. 577, πρβλ. Ξ. 171., Σ. 350, κτλ.· ἢ πρὸ τῆς πάλης καὶ ἄλλων γυμναστικῶν ἀσκήσεων (ἴδε ἀλειπτής)· ἐλ. θεῖναι (ἐν γυμνασίῳ καὶ Βαλανείῳ) παρασχεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1122, 1123· ἐλαίου ὄζειν, παροιμ. ἐπὶ τῶν συχναζόντων εἰς τὴν παλαίστραν· οὐδέποτε παρ’ Ὁμ. ὡς τροφή· ― τὰ Ὁμηρ. ἐπίθετα εἶναι εὐῶδες Ὀδ. Β. 339· ῥοδόεν (ἔχων τὴν εὐωδίαν τῶν ῥόδων) Ἰλ. Ψ. 186, πρβλ. Ἱκέσιον παρ’ Ἀθην. 689Β· ἔλ. ῥόδινον, ἀπαντᾷ συχνάκις παρ’ Ἱππ. 653. 42, κτλ.· ὡσαύτως ἔλ. λευκὸν αὐτόθι 55, κτλ.· τοῦ λευκοτάτου πάντων ἐλ. Σαμιακοῦ Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 19. ΙΙ. πᾶσα ἐλαιώδης οὐσία, ἔλ. χήνειον Ἱππ. 668. 30, κτλ.· ἔλ. ἀπὸ σελαχῶν, ὡς τὸ νεώτερον ἔλαιον τοῦ ὀνίσκου, «μουρουνόλαδο», ἔλ. ἀπὸ γάλακτος, βούτυρον Ἑκαταῖος σ. 62. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἡ ἀγορὰ ἔνθα ἐγίνετο ἡ πώλησις τοῦ ἐλαίου, «τὰ λαδάδικα», ἀναμενῶ σε..., πρὸς τοὔλαιον Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 338· πρβλ. μύρον, ἰχθύς.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
huile d’olive, huile en gén.
Étymologie: ἐλαία.
English (Autenrieth)
olive-oil; εὐῶδες, Od. 2.339; <<><>>οδόεν, Il. 23.186. See λίπα.