θεόσδοτος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(21)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θεόδοτος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θεόδοτος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[θεόσδοτος]], -ον</b> (cf. [[θεόδοτος]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> given by [[heaven]] τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεόσδοτος]], -ον</b> (cf. [[θεόδοτος]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> given by [[heaven]] τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
|sltr=[[θεόσδοτος]], -ον</b> (cf. [[θεόδοτος]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> given by [[heaven]] τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
}}
}}

Revision as of 14:02, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσδοτος Medium diacritics: θεόσδοτος Low diacritics: θεόσδοτος Capitals: ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theósdotos Transliteration B: theosdotos Transliteration C: theosdotos Beta Code: qeo/sdotos

English (LSJ)

ον, poet. and later Prose for θεόδοτος,

   A given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.

German (Pape)

[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θεόδοτος.

English (Slater)

θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
   1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.

English (Slater)

θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
   1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.