ἀδαής: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἀδαήμων]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἀδαήμων]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰδᾰής</b> <br /> <b>1</b> [[ignorant]] c. gen. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (Pae. 4.27) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:27, 17 August 2017
English (LSJ)
ές, (Δάω, δαῆναι) = foreg., c. gen. pers., Hdt.9.46: c.gen.rei, τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, Id.2.49, 5.90, cf. X.Cyr.1.6.43;
A βουνομίας -έστερος Pi.Pae.4 27; ὕπν' ὀδύνας ἀ. S.Ph.827 (lyr.): c. inf., unknowing how to... ἀ. δ' ἔχειν μυρίον ἄχθος (sc.κήρ) ib. 1167 (lyr.); οὐκ ἀ. APl.4.84: abs., ἀ. κόρη, of a virgin, Paus.Dam.p 160 D. II dark, Parm.8.59.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδαής: -ές, (* δάω, δαῆναι) = τῷ προηγ., μ. γεν. προσώπου, Ἡροδ. 9. 46· μ. γεν. πράγμ. τῆς θυσίης, τῶν χρησμῶν, ὁ αὐτ. 2. 49., 5, 90· ὕπν’ ὀδύνας ἀδαής. Σοφ. Φ. 327 (λυρ.)· ὡσαύτως μετ᾿ ἀπαρ. ὁ μὴ γινώσκων πῶς ἀ... ἀδαης δ᾿ ἔχειν μυρίον ἄχθος (ἐνν. κήρ), αὐτόθ. 167 (λυρ.)· ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43· οὐκ ἀδ., Ἀνθ. Ι λαν. 84 - Ἐπίρρ. ἀδαηστί, «χωρὶς μαθήσεως, ἢ μερισμοῦ χωρίς», Ζωναρ. καὶ «ἀδαϊστί, ἀπείρως», Σουΐδ. ΙΙ. σκοτεινός, Παρμεν. 122.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἀδαήμων.
English (Slater)
ᾰδᾰής
1 ignorant c. gen. ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος (Pae. 4.27)