ἀπείρατος: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(SL_1) |
(big3_5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰπείρᾱτος</b> <br /> <b>1</b> [[inexperienced]] κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) [[τῶν]] ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί ([[τῶν]] μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον [[καλῶν]] (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν [[οὐκ]] ἀπείρατοι δόμοι [[ἐντί]] pr. (N. 1.23) | |sltr=<b>ᾰπείρᾱτος</b> <br /> <b>1</b> [[inexperienced]] κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) [[τῶν]] ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί ([[τῶν]] μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον [[καλῶν]] (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν [[οὐκ]] ἀπείρατοι δόμοι [[ἐντί]] pr. (N. 1.23) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀπείρᾱτος) v. [[ἀπείρητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, Dor. and Att. for ἀπείρητος.
ἀπείρᾰτος, ον, (-ṇ-τος, cf. πειραίνω)
A impenetrable, Pi.O.6.54. II ἄπειρος (B), v.l. in Hp.Flat.3, dub. in Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 284] (vgl. ἀπείρητος), unversucht, οὐδὲν ἀπείρατον ἦν τούτοις κατ' ἐμοῦ, sie ließen nichts unversucht, Dem. 18, 249; πόντος ἀπ. τοῖς Ἔλλησιν Luc. Tox. 3; nichts versucht habend, unkundig, Pind. abs., Ol. 8, 61; καλῶν 10, 18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπ. δόμοι, von Fremden nicht unbesucht, Nem. 1, 23; oft in sp. Prosa; τὸ ἀπείρατον, Unerfahrenheit, Arr. An. 5, 27, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπείρᾱτος: Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἀπείρητος.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 non essayé, non tenté;
2 sans expérience.
Étymologie: ἀ, πειράω.
English (Slater)
ᾰπείρᾱτος
1 inexperienced κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61) τῶν ἀπειράτων γὰρ ἄγνωτοι σιωπαί (τῶν μὴ πειρωμένων ἀγῶνος. Σ.) (I. 4.30) c. gen., στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν (O. 11.18) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί pr. (N. 1.23)
Spanish (DGE)
(ἀπείρᾱτος) v. ἀπείρητος.