διωλύγιος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(SL_1)
(big3_12)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. διολ- Hsch.<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -ίη A.R.4.1258]<br /><b class="num">1</b> [[inmenso]], [[enorme]] μήκη Pl.<i>Lg</i>.890e, πράγματα Is.<i>Fr</i>.123, μακρὸς ... ὁ λόγος καὶ δ. Iul.<i>Or</i>.3.101d, κῦμα Call.<i>Fr</i>.713, ἐρήμη πέζα διωλυγίης ... ἠπείροιο A.R.l.c., ἐκτάσεις Ph.1.247, σκότος Dam.<i>Isid</i>.303, τιμαί Them.<i>Or</i>.11.146b.<br /><b class="num">2</b> [[alto]], [[agudo]], [[chillón]] (ἀοιδαί) Pi.<i>Fr</i>.52r.5 (cj. ap. crít.), μακρὰ ... καὶ δ. φλυαρία Pl.<i>Tht</i>.162a, πνεῦμα διωλύγιον agudo pitido</i> emitido por una clepsidra <i>AP</i> 7.641 (Antiphil.), φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον Agath.1.12.8<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. διωλύγιον [[de forma aguda o sonora]] ἀνεβόησεν Charito 3.3.15, Lib.<i>Decl</i>.26.47, ἐκώκυσε Ach.Tat.1.13.1, ἀνωλόλυξεν μέγα καὶ δ. <i>Erot.Fr.Pap.Call</i>.5, ἀνῳμώζων I.<i>BI</i> 7.202, κιθαρίζων Orph.<i>A</i>.408, cf. Hsch., Sud.<br /><b class="num">3</b> fig. [[pesado]] ὁ βαθὺς καὶ δ. ὕπνος Ph.1.680.<br /><b class="num">II</b> διωλύγιον· eol. τὸ μὴ ἀπολλύμενον Phot.δ 683.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Dud.: ¿rel. ἠλύγη, q.u.? ¿etim. pop. por ὀλολυγή?
}}
}}

Revision as of 12:25, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωλύγιος Medium diacritics: διωλύγιος Low diacritics: διωλύγιος Capitals: ΔΙΩΛΥΓΙΟΣ
Transliteration A: diōlýgios Transliteration B: diōlygios Transliteration C: diolygios Beta Code: diwlu/gios

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A immense, enormous, μήκη δ. Pl.Lg.890e; μακρὰ . . καὶ δ. φλυαρία Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός) ; πράγματα Is.Fr.123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d; κῦμα δ. Call.Fr.111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.Isid.303; τιμαί Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perh. far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as Adv., δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)

Greek (Liddell-Scott)

διωλύγιος: -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Θεαιτ. 161D· συχνάκις οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, κῦμα δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, πνεῦμα δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) ἴσως ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne au loin ; p. ext. immense.
Étymologie: διά, ὀλολύζω.

English (Slater)

διωλύγιος] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.

Spanish (DGE)

-ον

• Grafía: graf. διολ- Hsch.

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [fem. -ίη A.R.4.1258]
1 inmenso, enorme μήκη Pl.Lg.890e, πράγματα Is.Fr.123, μακρὸς ... ὁ λόγος καὶ δ. Iul.Or.3.101d, κῦμα Call.Fr.713, ἐρήμη πέζα διωλυγίης ... ἠπείροιο A.R.l.c., ἐκτάσεις Ph.1.247, σκότος Dam.Isid.303, τιμαί Them.Or.11.146b.
2 alto, agudo, chillón (ἀοιδαί) Pi.Fr.52r.5 (cj. ap. crít.), μακρὰ ... καὶ δ. φλυαρία Pl.Tht.162a, πνεῦμα διωλύγιον agudo pitido emitido por una clepsidra AP 7.641 (Antiphil.), φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον Agath.1.12.8
neutr. como adv. διωλύγιον de forma aguda o sonora ἀνεβόησεν Charito 3.3.15, Lib.Decl.26.47, ἐκώκυσε Ach.Tat.1.13.1, ἀνωλόλυξεν μέγα καὶ δ. Erot.Fr.Pap.Call.5, ἀνῳμώζων I.BI 7.202, κιθαρίζων Orph.A.408, cf. Hsch., Sud.
3 fig. pesado ὁ βαθὺς καὶ δ. ὕπνος Ph.1.680.
II διωλύγιον· eol. τὸ μὴ ἀπολλύμενον Phot.δ 683.

• Etimología: Dud.: ¿rel. ἠλύγη, q.u.? ¿etim. pop. por ὀλολυγή?