θεοπροπέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(SL_1)
(4)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεοπροπέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prophesy]] [[μάντις]] ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190)
|sltr=[[θεοπροπέω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[prophesy]] [[μάντις]] ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190)
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεοπροπέω:''' [[προφητεύω]], μόνο στην αρσ. μτχ., <i>θεοπροπέων ἀγορεύεις</i>, σε Όμηρ., Πίνδ., κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοπροπέω Medium diacritics: θεοπροπέω Low diacritics: θεοπροπέω Capitals: ΘΕΟΠΡΟΠΕΩ
Transliteration A: theopropéō Transliteration B: theopropeō Transliteration C: theopropeo Beta Code: qeoprope/w

English (LSJ)

   A prophesy, but only in part. masc., θεοπροπέων ἀγορεύεις Il.1.109, cf. Od.2.184, Pi.P.4.190, A.R.2.922.    II to be a θεοπρόπος 11, in Boeot. form θιοπρ-, IG7.3207 (Orchom.).

German (Pape)

[Seite 1197] wahrsagen, nur part. θεοπροπέων, Il. 1, 109. 2, 322 Od. 2, 184, Pind. P. 4, 190, Ap. Rh. 2, 922.

Greek (Liddell-Scott)

θεοπροπέω: προφητεύω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ. ἀρσ., θεοπροπέων ἀγορεύεις Ἰλ. Α. 109., Β. 322, Ὀδ. Β. 184, Πίνδ. Π. 4. 339, κτλ.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés. θεοπροπέων;
annoncer la volonté des dieux, rendre des oracles.
Étymologie: θεοπρόπος.

English (Autenrieth)

prophesy, only part.

English (Slater)

θεοπροπέω
   1 prophesy μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190)

Greek Monotonic

θεοπροπέω: προφητεύω, μόνο στην αρσ. μτχ., θεοπροπέων ἀγορεύεις, σε Όμηρ., Πίνδ., κ.λπ.