κεῦθος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(SL_2) |
(20) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κεῡθος</b> <br /> <b>1</b> [[hollow]] ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) κευθεα[ ?fr. 334a. 12. | |sltr=<b>κεῡθος</b> <br /> <b>1</b> [[hollow]] ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. [[Διόσκουροι]]) (N. 10.56) κευθεα[ ?fr. 334a. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κεῡθος, τὸ (Α) [[κεύθω]]<br />[[κευθμών]], [[κρυψώνας]], [[βάθος]], [[άδυτο]], ενδότερο [[σημείο]] (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» — στα [[βάθη]] της γης, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «κεῡθος οἴκων» — τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, <b>Ευρ.</b><br />γ. κεῡθος πόντου» — τα [[βάθη]] της θάλασσας, Οππ.<br />δ. «κεύθεα νηοῡ» — το [[άδυτο]] του ναού, Μουσαί.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Il.22.482, Od.24.204, Hes.Th.300, cf. Pi.N.10.56, A.Eu.1036 (lyr.): in sg., κ. [Ἀπίας χθονός] Id.Supp.778 (lyr.), cf. Epic. in Arch.Pap.7.7; κ. νεκύων S.Ant.818 (anap.); κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, E.Alc.872 (lyr.); κεύθεα νηοῦ, = ἄδυτον, Musae.119; κ. πόντου Opp.H.4.607.
German (Pape)
[Seite 1426] τό, = κευθμών; bes. κεύθεα γαίης, die verborgenen Tiefen der Erde, der innerste Erdschoß, Il. 22, 482 Od. 24, 204; Hes. Th. 300. 334; pind. N. 10, 56; Aesch. Eum. 989; κελαινὸν εἴ τι κεῦθος ἔστι που Suppl. 759; κεῦθος νεκύων Soph. Ant. 812, die Gruft. – Auch οἴκων, Eur. Alc. 875, wie νηοῦ, Mus. 119, das innerste Heiligthum; – πόντου, Opp. Hal. 4, 607.
Greek (Liddell-Scott)
κεῦθος: -εος, τὸ, = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης, εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς, Ἰλ. Χ. 482, Ὀδ. Ω. 204, Ἡσ. Θ. 300, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 56, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1036· καθ’ ἑνικ., κ. Ἀπίας χθονὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 778· κ. νεκύων Σοφ. Ἀντ. 818· κ. οἴκων, τὰ ἐνδότατα δωμάτια, ὡς τὸ μυχός, Εὐρ. Ἄλκ. 872· κεύθεα νηοῦ = ἄδυτον, Μουσαῖ. 119· κ. πόντου Ὀππ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. κευθμών.
English (Autenrieth)
εος,=κευθμός, κευθμών, only pl., ὑπὸ κεύθεσι γαίης, ‘in the depths of the earth beneath,’ of Hades, Il. 22.482, Od. 24.204.
English (Slater)
κεῡθος
1 hollow ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. Διόσκουροι) (N. 10.56) κευθεα[ ?fr. 334a. 12.
Greek Monolingual
κεῡθος, τὸ (Α) κεύθω
κευθμών, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» — στα βάθη της γης, Ομ. Ιλ.
β. «κεῡθος οἴκων» — τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ.
γ. κεῡθος πόντου» — τα βάθη της θάλασσας, Οππ.
δ. «κεύθεα νηοῡ» — το άδυτο του ναού, Μουσαί.).