κισσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
(SL_2)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κισσοφόρος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ivy]] [[bearing]] of Dionysos. [[παῖς]] ὁ [[κισσοφόρος]] (O. 2.27)
|sltr=[[κισσοφόρος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[ivy]] [[bearing]] of Dionysos. [[παῖς]] ὁ [[κισσοφόρος]] (O. 2.27)
}}
{{grml
|mltxt=[[κισσοφόρος]], αττ. τ. [[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[στεφανωμένος]] με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα [[νάπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κισσοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] που είχε ως [[έμβλημα]] κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νικη</i>-[[φόρος]], [[τροπαιοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοφόρος Medium diacritics: κισσοφόρος Low diacritics: κισσοφόρος Capitals: ΚΙΣΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kissophóros Transliteration B: kissophoros Transliteration C: kissoforos Beta Code: kissofo/ros

English (LSJ)

Att. κιττ-, ον,

   A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th.988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κ. παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph., κ. διθύραμβοι Simon.148.    2 luxuriant with ivy, νάπη E.Tr.1066(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1443] Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διθύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοφόρος: Ἀττ. κιττ-, ον, φέρων κισσὸν ἢ ἐστεφανωμένος διὰ κισσοῦ, Πινδ. Ο. 2. 50, Ἀριστοφ. Θεσμ. 988· ― πρβλ. κιστοφόρος. 2) θάλλων ἐκ κισσοῦ, νάπη Εὐρ. Τρῳ 1066.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de lierre ou qui porte le thyrse entouré de lierre.
Étymologie: κισσός, φέρω.

English (Slater)

κισσοφόρος
   1 ivy bearing of Dionysos. παῖςκισσοφόρος (O. 2.27)

Greek Monolingual

κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ.
β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.)
2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. κισσοφόρος
νόμισμα που είχε ως έμβλημα κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, τροπαιοφόρος.