ἀβουλέω: Difference between revisions
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(big3_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[no querer]] abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.<i>R</i>.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad</i> Plot.6.8.13<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche</i> Pl.<i>Ep</i>.347a, cf. D.<i>Ep</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> [[desaprobar]] τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[no querer]] abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.<i>R</i>.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad</i> Plot.6.8.13<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche</i> Pl.<i>Ep</i>.347a, cf. D.<i>Ep</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> [[desaprobar]] τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀβουλέω:''' ([[α- στερητικό]], [[βούλομαι]]), είμαι [[απρόθυμος]], δεν έχω [[θέληση]], σε Πλάτ. (Το [[ἀβουλέω]] αποτελεί [[εξαίρεση]] στον κανόνα ότι το [[α- στερητικό]] δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be unwilling, Pl.R.437c: c.acc. inf., Id.Ep.347a:—c. acc., dislike, object to, D.C.55.9. II not to will, οὐ γὰρ -ῶν ἐνεργεῖ without willing, Plot 6.8.13, cf. ib.21.
German (Pape)
[Seite 4] (vgl. ἄβουλος, VLL. μὴ βούλεσθαι u. μὴ βουλεύεσθαι), nicht wollen, Plat. Rep. IV, 437 c; neben μὴ ἐθέλειν, sequ. acc. c. inf Ep. 7, 347 a; Dem. Ep. 2 u. Sp.; ἀβουλήσας τὰ δεδογμένα D. Cass. 55, 9.
French (Bailly abrégé)
ῶ;
ne vouloir pas ; désapprouver.
Étymologie: ἄβουλος.
Spanish (DGE)
1 no querer abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.R.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad Plot.6.8.13
•c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche Pl.Ep.347a, cf. D.Ep.2.17.
2 desaprobar τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.
Greek Monotonic
ἀβουλέω: (α- στερητικό, βούλομαι), είμαι απρόθυμος, δεν έχω θέληση, σε Πλάτ. (Το ἀβουλέω αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι το α- στερητικό δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).