ἀγχώμαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[casi igual]], [[equilibrado]] ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.<i>Caes</i>.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.<i>Herm</i>.12.<br /><b class="num">2</b> [[indeciso]], [[dudoso]] μάχη Th.4.134, Arr.<i>Fr.Hist.inc</i>.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.<i>BI</i> 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.<br /><b class="num">3</b> ret. de argumentos [[inseguro]], [[débil]] D.H.<i>Rh</i>.10.4.<br /><b class="num">II</b> neutro plu. como adv. [[de victoria dudosa]], [[de manera equilibrada]] ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[equilibradamente]], [[con resultado incierto]] ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.<i>VH</i> 2.37, cf. App.<i>Praef</i>.11.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[casi igual]], [[equilibrado]] ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.<i>Caes</i>.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.<i>Herm</i>.12.<br /><b class="num">2</b> [[indeciso]], [[dudoso]] μάχη Th.4.134, Arr.<i>Fr.Hist.inc</i>.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.<i>BI</i> 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.<br /><b class="num">3</b> ret. de argumentos [[inseguro]], [[débil]] D.H.<i>Rh</i>.10.4.<br /><b class="num">II</b> neutro plu. como adv. [[de victoria dudosa]], [[de manera equilibrada]] ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[equilibradamente]], [[con resultado incierto]] ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.<i>VH</i> 2.37, cf. App.<i>Praef</i>.11.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχώμᾰλος:''' -ον ([[ἄγχι]], [[ὁμαλός]]), [[σχεδόν]] [[ίσος]]· <i>ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ</i>, σε Θουκ.· [[ἀγχώμαλος]] [[μάχη]], αμφίρροπη [[μάχη]], στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν</i>, Λατ. [[aequo]] Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. [[ἀγχωμάλως]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 17:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχώμᾰλος Medium diacritics: ἀγχώμαλος Low diacritics: αγχώμαλος Capitals: ΑΓΧΩΜΑΛΟΣ
Transliteration A: anchṓmalos Transliteration B: anchōmalos Transliteration C: agchomalos Beta Code: a)gxw/malos

English (LSJ)

ον, (ὁμαλός)

   A nearly equal, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th. 3.49; ἀ. μάχη a doubtful battle, Id.4.134; τὴν νίκην ἐν ἀγχωμάλψ καταλιπόντες J.BJ6.2.6; τὸ πλῆθος οὐκ ἀ. Plu.Caes.42, cf. D.H.5.14:—neut. pl. as Adv., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Lat. aequo Marte pugnare, Th.7.71; ἀ. σφισι ἐγένετο Luc.Herm.12. Adv. -άλως Id.VH 2.37, App.Praef.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχώμᾰλος: -ον, (ὁμαλὸς) ὁ σχεδὸν ἴσος, ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, Θουκ. 3. 49, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 14· ἀγχ. μάχη, ἀμφιβόλου ἀποτελέσματος, ἰσόρροπος μάχη, Θουκ. 4. 134· νίκη, Πλουτ. Ὄθων 13· οὐκ ἀγχ. τὸ πλῆθος, ὁ αὐτ. Καῖσ. 42· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, λατ. aequo Marte pugnare, Θουκ. 7. 71· ἀγχώμαλά σφισιν ἐγένετο, Λουκ. Ἑρμ. 12. Ἐπίρρ. -άλως, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστορ. 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
presque égal : ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι THC au vote les deux avis recueillirent un nombre de voix presque égal ; ἀγχώμαλος μάχη THC combat incertain;
adv. • ἀγχώμαλα, à chances presque égales ; διὰ τὸ ἀγχώμαλον THC à cause de l’indécision (momentanée) du combat.
Étymologie: ἄγχι, ὁμαλός.

Spanish (DGE)

-ον
I 1casi igual, equilibrado ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ Th.3.49, πλήθει τε ἀγχώμαλοι μάλιστα αἱ δυνάμεις D.H.5.14, πλῆθος οὐκ ἀγχώμαλον Plu.Caes.42, τὰ ... φασιν ... ἀγχώμαλα σφίσι γενέσθαι Luc.Herm.12.
2 indeciso, dudoso μάχη Th.4.134, Arr.Fr.Hist.inc.5, νίκην ἐν ἀγχωμάλῳ καταλιπόντες I.BI 6.148, ἀγχωμάλου τῆς ναυμαχίας οὔσης D.C.50.33.1.
3 ret. de argumentos inseguro, débil D.H.Rh.10.4.
II neutro plu. como adv. de victoria dudosa, de manera equilibrada ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν Th.7.71, ἀγωνίζεσθαι D.C.36.10.3.
III adv. -ως equilibradamente, con resultado incierto ἀ. ἐπὶ πολὺ ναυμαχοῦντες Luc.VH 2.37, cf. App.Praef.11.

Greek Monotonic

ἀγχώμᾰλος: -ον (ἄγχι, ὁμαλός), σχεδόν ίσος· ἀγχώμαλοι ἐν χειροτονίᾳ, σε Θουκ.· ἀγχώμαλος μάχη, αμφίρροπη μάχη, στον ίδ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., ἀγχώμαλα ναυμαχεῖν, Λατ. aequo Marte pugnare, στον ίδ.· επίρρ. ἀγχωμάλως, σε Λουκ.