ἀνακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(big3_4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -ύω Plu.2.949f<br /><b class="num">1</b> v. act. [[mezclar]] c. ac. compl. dir. ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου <i>Od</i>.3.390, οἶνον Ar.<i>Ra</i>.511<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. (βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν E.<i>Ba</i>.126<br /><b class="num">•</b>c. πρός más ac. τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσιν Plu.l.c.<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[mezclarse]] (ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένη Pl.<i>Criti</i>.121a, τῷ σαρκιδίῳ M.Ant.10.24, ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσι Pl.<i>Ti</i>.87a, cf. S.E.<i>P</i>.1.46, τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίαν Origenes <i>Cels</i>.4.13.<br /><b class="num">2</b> v. act. fig. [[unir]], [[reconciliar]] τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησιν Plu.<i>Cat.Mi</i>.25, v. pas. κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -ύω Plu.2.949f<br /><b class="num">1</b> v. act. [[mezclar]] c. ac. compl. dir. ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου <i>Od</i>.3.390, οἶνον Ar.<i>Ra</i>.511<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. (βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν E.<i>Ba</i>.126<br /><b class="num">•</b>c. πρός más ac. τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσιν Plu.l.c.<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[mezclarse]] (ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένη Pl.<i>Criti</i>.121a, τῷ σαρκιδίῳ M.Ant.10.24, ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσι Pl.<i>Ti</i>.87a, cf. S.E.<i>P</i>.1.46, τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίαν Origenes <i>Cels</i>.4.13.<br /><b class="num">2</b> v. act. fig. [[unir]], [[reconciliar]] τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησιν Plu.<i>Cat.Mi</i>.25, v. pas. κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνακεράννυμι]] και -ύω (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ανάμιξη]], [[ανακατώνω]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συνδέω]], [[ενώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]], -<i>ύω</i> «[[αναμιγνύω]], [[συνενώνω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀνάκρασις]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακεράννῡμι Medium diacritics: ἀνακεράννυμι Low diacritics: ανακεράννυμι Capitals: ΑΝΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: anakeránnymi Transliteration B: anakerannymi Transliteration C: anakerannymi Beta Code: a)nakera/nnumi

English (LSJ)

and ἀνακεραννύω,

   A mix up or again, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν Od. 3.390; οἶνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον Ar.Ra.511: metaph., τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀ. ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25; κοινωνίαις πολέμων -ασθέντες D.H.1.60:—Pass., πολλῷ τῷ θνητῷ ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a: aor. -κεράσθην Id.Ti.87a, part. -κρᾱθείς Plu.Rom.29.

German (Pape)

[Seite 191] (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖθις ἀνακραθέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.

French (Bailly abrégé)

mélanger.
Étymologie: ἀνά, κεράννυμι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -ύω Plu.2.949f
1 v. act. mezclar c. ac. compl. dir. ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν οἴνου Od.3.390, οἶνον Ar.Ra.511
c. ac. y dat. (βυρσότονον κύκλωμα) Βακχείᾳ δ' ἀνὰ συντόνῳ κέρασαν E.Ba.126
c. πρός más ac. τά ζέοντα τῶν ὑδάτων ... πρὸς ἀέρα πολὺν ἀνακεραννύουσιν Plu.l.c.
v. med.-pas. mezclarse (ἡ μοῖρα) πολλῷ τῷ θνητῷ ... ἀνακεραννυμένη Pl.Criti.121a, τῷ σαρκιδίῳ M.Ant.10.24, ὅτου γὰρ ἂν ... χυμοὶ ... ἀνακερασθῶσι Pl.Ti.87a, cf. S.E.P.1.46, τὴν δι' ὅλης τῆς ψυχῆς ἀνακεκραμένην κακίαν Origenes Cels.4.13.
2 v. act. fig. unir, reconciliar τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀνακεραννύναι ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25, v. pas. κοινωνίαις πολέμων ἀνακερασθέντες D.H.1.60.

Greek Monolingual

ἀνακεράννυμι και -ύω (Α)
1. κάνω ανάμιξη, ανακατώνω ξανά
2. συνδέω, ενώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεράννυμι, -ύω «αναμιγνύω, συνενώνω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκρασις.