ἀργύφεος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ῠ]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο Hes.<i>Fr</i>.43a.73, Nonn.<i>D</i>.44.192]<br />[[de brillo argénteo]] σπέος <i>Il</i>.18.50, φᾶρος <i>Od</i>.5.230, ἐσθής Hes.<i>Th</i>.574, [[εἷμα]] Hes.<i>Fr</i>.l.c., ὠεόν Orph.<i>Fr</i>.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, [[ἅρμα]] Nonn.l.c., νάματα <i>AP</i> 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ῠ]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο Hes.<i>Fr</i>.43a.73, Nonn.<i>D</i>.44.192]<br />[[de brillo argénteo]] σπέος <i>Il</i>.18.50, φᾶρος <i>Od</i>.5.230, ἐσθής Hes.<i>Th</i>.574, [[εἷμα]] Hes.<i>Fr</i>.l.c., ὠεόν Orph.<i>Fr</i>.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, [[ἅρμα]] Nonn.l.c., νάματα <i>AP</i> 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργύφεος]], -έη, -εον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργύφεος Medium diacritics: ἀργύφεος Low diacritics: αργύφεος Capitals: ΑΡΓΥΦΕΟΣ
Transliteration A: argýpheos Transliteration B: argypheos Transliteration C: argyfeos Beta Code: a)rgu/feos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, Ep. Adj.

   A silver-shining, silver-white, σπέος Il.18.50; φᾶρος Od.5.230; ἐσθής Hes.Th.574; νάματα AP9.633 (Damoch.); ὠεόν Orph.Fr.70, cf.Mus.Belg.16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in POxy. 421.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύφεος: [ῠ], -η, -ον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. ἀργός).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
éclatant de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, φαίνω.

English (Autenrieth)

(root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Prosodia: [ῠ]

• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Hes.Fr.43a.73, Nonn.D.44.192]
de brillo argénteo σπέος Il.18.50, φᾶρος Od.5.230, ἐσθής Hes.Th.574, εἷμα Hes.Fr.l.c., ὠεόν Orph.Fr.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, ἅρμα Nonn.l.c., νάματα AP 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.

Greek Monolingual

ἀργύφεος, -έη, -εον (Α)
αυτός που λάμπει σαν άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε -εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα].