αὐλικός: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
(big3_7) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aulicus</i> Nepos <i>Dat</i>.5.2, Suet.<i>Dom</i>.4, <i>Nero</i> 45, Marc.Cap.9.905, 9.926<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cortesano]], [[palaciego]], [[áulico]] αὐ. [[βίος]] op. φιλόσοφος [[βίος]] Phld.<i>Ind.Sto</i>.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς [[ἄνθρωπος]] Plb.23.5.4, [[ἀγχίνοια]] Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. <i>Demetr</i>.17, [[διακονία]] Them.<i>Or</i>.31.353c, κατάλογοι Lyd.<i>Mag</i>.2.24, <i>luctatores aulici</i> Suet.<i>Nero</i> 45<br /><b class="num">•</b>compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.<i>Lib</i>.45<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ αὐ. [[cortesano]] Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.<i>Demetr</i>.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2<br /><b class="num">•</b>[[pretoriano]] οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.<i>Galb</i>.2.<br /><b class="num">2</b> prob. [[propietario de una granja]], <i>BGU</i> 286.3 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[propio de la flauta]]: <i>dulcedo</i> Mart.Cap.9.905, <i>suauitas</i> Mart.Cap.9.926<br /><b class="num">•</b>subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. aulicus</i> Nepos <i>Dat</i>.5.2, Suet.<i>Dom</i>.4, <i>Nero</i> 45, Marc.Cap.9.905, 9.926<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cortesano]], [[palaciego]], [[áulico]] αὐ. [[βίος]] op. φιλόσοφος [[βίος]] Phld.<i>Ind.Sto</i>.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς [[ἄνθρωπος]] Plb.23.5.4, [[ἀγχίνοια]] Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. <i>Demetr</i>.17, [[διακονία]] Them.<i>Or</i>.31.353c, κατάλογοι Lyd.<i>Mag</i>.2.24, <i>luctatores aulici</i> Suet.<i>Nero</i> 45<br /><b class="num">•</b>compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.<i>Lib</i>.45<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ αὐ. [[cortesano]] Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.<i>Demetr</i>.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2<br /><b class="num">•</b>[[pretoriano]] οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.<i>Galb</i>.2.<br /><b class="num">2</b> prob. [[propietario de una granja]], <i>BGU</i> 286.3 (IV d.C.).<br /><b class="num">II</b> [[propio de la flauta]]: <i>dulcedo</i> Mart.Cap.9.905, <i>suauitas</i> Mart.Cap.9.926<br /><b class="num">•</b>subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (αὐλή)
A of the court, courtier-like, κατὰ τὴν φύσιν Plb. 23.5.4; αὐ. ἀγχίνοια 15.34.4; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Id.Lib.p.45 O.: as Subst., courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17. II αὐλικούς· κιθαρῳδούς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλικός: -ή, -όν, (αὐλή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ ὅμοιος ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν τριβήν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ στρατιωτικός ἄνθρωπος Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.
Étymologie: αὐλή.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aulicus Nepos Dat.5.2, Suet.Dom.4, Nero 45, Marc.Cap.9.905, 9.926
I 1cortesano, palaciego, áulico αὐ. βίος op. φιλόσοφος βίος Phld.Ind.Sto.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς ἄνθρωπος Plb.23.5.4, ἀγχίνοια Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. Demetr.17, διακονία Them.Or.31.353c, κατάλογοι Lyd.Mag.2.24, luctatores aulici Suet.Nero 45
•compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.Lib.45
•subst. ὁ αὐ. cortesano Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.Demetr.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2
•pretoriano οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.Galb.2.
2 prob. propietario de una granja, BGU 286.3 (IV d.C.).
II propio de la flauta: dulcedo Mart.Cap.9.905, suauitas Mart.Cap.9.926
•subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στη βασιλική αυλή
2. εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής
3. το αρσ. ως ουσ. ο αυλικός
μέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.