ἀναπίνω: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[absorber]] abs. de ciertos órganos, Hp.<i>VM</i> 22<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero <i>Spir</i>.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.<i>in Ti</i>.1.121.26.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[reabsorberse]] de supuraciones, Hp.<i>Art</i>.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.<i>Pr</i>.864<sup>b</sup>22, cf. Gal.7.694<br /><b class="num">•</b>v. med.-pas. [[evaporarse]] ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ <i>Gp</i>.18.21.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἀναπίνω]])<br />[[πίνω]] [[κάτι]] ρουφώντας το, [[απορροφώ]], [[απομυζώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναδίνω]] [[υγρασία]] απορροφώντας το [[νερό]], [[αναλιγδιάζω]], [[αναξερνώ]]<br /><b>2.</b> υγραίνομαι από την εξωτερική [[υγρασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απορροφώ]] εκ νέου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.
German (Pape)
[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.
Spanish (DGE)
1 absorber abs. de ciertos órganos, Hp.VM 22
•en v. pas. ὕδωρ ... ἀναποθὲν ὑπὸ τῆς γεώδους οὐσίας Hero Spir.proem., τὸ ῥεῦμα ... ὑπὸ τῆς γῆς ξηρᾶς οὔσης ἀναπινόμενον Procl.in Ti.1.121.26.
2 en v. med. reabsorberse de supuraciones, Hp.Art.40, ἡ σκαμμωνία ... ἀναπίνεται εἰς τοὺς πόρους Arist.Pr.864b22, cf. Gal.7.694
•v. med.-pas. evaporarse ἵνα μὴ ἀπὸ τῶν σκευαρίων ἀναποθῇ Gp.18.21.1.
Greek Monolingual
(Α ἀναπίνω)
πίνω κάτι ρουφώντας το, απορροφώ, απομυζώ
νεοελλ.
1. αναδίνω υγρασία απορροφώντας το νερό, αναλιγδιάζω, αναξερνώ
2. υγραίνομαι από την εξωτερική υγρασία
αρχ.
απορροφώ εκ νέου.