ἄσταχυς: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[σταχύς]].
|dgtxt=v. [[σταχύς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄσταχυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[στάχι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>α</i>- πιθ. να προήλθε με [[αποκοπή]] της προθέσεως <i>ανά</i>].
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστᾰχυς Medium diacritics: ἄσταχυς Low diacritics: άσταχυς Capitals: ΑΣΤΑΧΥΣ
Transliteration A: ástachys Transliteration B: astachys Transliteration C: astachys Beta Code: a)/staxus

English (LSJ)

υος, ὁ, (στάχυς with prothetic α):—

   A ear of corn, Il.2.148, Hdt.5.92.ζ, Call.Cer.20, etc.: metaph., βοστρύχων ἀστάχυες Philostr. Im.1.7, cf. Luc.Charid.3.    II bandage, Gal.18(1).813.

German (Pape)

[Seite 374] υος, ὁ, = στάχυς, mit euphon. α, Kornähre, Hom. Il. 2, 148 u. Sp. D.; Her. 5, 92; Plut.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ) :
épi de blé.
Étymologie: ἀ- prosth., στάχυς.

English (Autenrieth)

υος: ear of grain, pl., Il. 2.148†.

Spanish (DGE)

v. σταχύς.

Greek Monolingual

ἄσταχυς, ο (Α)
1. το στάχι
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ' άλλη άποψη, το α- πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά].