ἀντιδιαπλέκω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_5) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[replicar]] ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. <i>AB</i> 406, Hsch. | |dgtxt=[[replicar]] ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. <i>AB</i> 406, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντιδιαπλέκω]] (Α)<br />[[αντιτάσσω]] επιχειρήματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
A retort, ἀντιδιαπλέκει ὡς . . Aeschin.3.28, cf.AB406.
German (Pape)
[Seite 251] dagegen verflechten, ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο λέγων, er braucht dagegen einen Kunstgriff in seiner Rede, Aesch. 3, 28, wo Bekk. λέγων ausläßt, vom Ringen in der Palästra entlehnt, vgl. διαπλέκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιαπλέκω: ἀνταπαντῶ, ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατηρῶ, ναί, ἀλλ’ ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθέως λέγων Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 3. 9, 1: -«ἀντιδιαπλέκειν: τὸ ἐν δίκῃ ἀντιλέγειν» Α. Β. 406. 25.
French (Bailly abrégé)
répliquer.
Étymologie: ἀντί, διαπλέκω.
Spanish (DGE)
replicar ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. AB 406, Hsch.
Greek Monolingual
ἀντιδιαπλέκω (Α)
αντιτάσσω επιχειρήματα.