βραχύπορος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(big3_9)
(3)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de corto recorrido]] περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.<i>R</i>.546a, de la órbita de los planetas, Procl.<i>Hyp</i>.1.24<br /><b class="num">•</b>[[de corto vuelo]] οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.<i>VA</i> 3.48.
|dgtxt=-ον<br />[[de corto recorrido]] περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.<i>R</i>.546a, de la órbita de los planetas, Procl.<i>Hyp</i>.1.24<br /><b class="num">•</b>[[de corto vuelo]] οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.<i>VA</i> 3.48.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύπορος:''' -ον, <b class="num">1.</b> αυτός που έχει μικρό [[πέρασμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει στενό, σύντομο [[άνοιγμα]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont le passage est court;
2 dans une passe étroite.
Étymologie: βραχύς, πόρος.

Spanish (DGE)

-ον
de corto recorrido περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.R.546a, de la órbita de los planetas, Procl.Hyp.1.24
de corto vuelo οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.VA 3.48.

Greek Monotonic

βρᾰχύπορος: -ον, 1. αυτός που έχει μικρό πέρασμα, σε Πλάτ.
2. αυτός που έχει στενό, σύντομο άνοιγμα, σε Πλούτ.