γεώρυχος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que escarba en la tierra]] λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ. | |dgtxt=-ον<br />[[que escarba en la tierra]] λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[γεωρύχος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για [[τρωκτικά]] ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους [[μέσα]] σ' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορύσσω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (γῆ, ὀρύσσω)
A burrowing, λαγιδεῖς Str.3.2.6, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Gloss. (pl.).
German (Pape)
[Seite 488] λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui creuse la terre.
Étymologie: γῆ, ὀρύσσω.
Spanish (DGE)
-ον
que escarba en la tierra λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.
Greek Monolingual
ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].