γεώρυχος

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεώρῠχος Medium diacritics: γεώρυχος Low diacritics: γεώρυχος Capitals: ΓΕΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: geṓrychos Transliteration B: geōrychos Transliteration C: georychos Beta Code: gew/ruxos

English (LSJ)

γεώρυχον, (γῆ, ὀρύσσω) burrowing, λαγιδεῖς Str.3.2.6, cf. Hsch. s.v. σκάλοψ:—fem. γεωρῠχίς, ἡ, mole, prob. cj. in Glossaria (pl.).

Spanish (DGE)

-ον
que escarba en la tierra λαγιδεῖς Str.3.2.6, ζῶον Hsch.s.u. σκάλοψ.

German (Pape)

[Seite 488] λαγιδεύς, unter der Erde sich Gänge grabend, die Erde umwühlend, Strab. III, 2, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui creuse la terre.
Étymologie: γῆ, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].