γυναικισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
(big3_10)
(8)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[actitud propia de mujer]], [[comportamiento femenino]] οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.<i>Caes</i>.63<br /><b class="num">•</b>ref. despect. a hombres afeminados [[afeminamiento]] ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, [[ἅμα]] δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.<i>Mus</i>.1.33.5, cf. 4.14.37.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[actitud propia de mujer]], [[comportamiento femenino]] οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.<i>Caes</i>.63<br /><b class="num">•</b>ref. despect. a hombres afeminados [[afeminamiento]] ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, [[ἅμα]] δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.<i>Mus</i>.1.33.5, cf. 4.14.37.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γυναικισμός]]) [[γυναικίζω]]<br />[[συμπεριφορά]] που ταιριάζει σε [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αδυναμία]] του γυναικείου φύλου σε [[σύγκριση]] ή [[σχέση]] με το ανδρικό.
}}
}}

Revision as of 07:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικισμός Medium diacritics: γυναικισμός Low diacritics: γυναικισμός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: gynaikismós Transliteration B: gynaikismos Transliteration C: gynaikismos Beta Code: gunaikismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A womanish weakness, Plb.30.18.5, cf. Phld.Mus.p.16K., D.S.31.15, Plu.Caes.63.

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, weibisches Benehmen, Pol. 30, 16, 5; Plut. Caes. 63.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικισμός: ὁ, γυναικώδης ἀδυναμία, Πολύβ. 30.16,5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
timidité ou pusillanimité de femme.
Étymologie: γυναικίζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
actitud propia de mujer, comportamiento femenino οὐδένα γὰρ γυναικισμὸν ἐν δεισιδαιμονίᾳ πρότερον κατεγνώκει τῆς Καλπουρνίας Plu.Caes.63
ref. despect. a hombres afeminados afeminamiento ὑπερβολὴν ... ἀνανδρίας, ἅμα δὲ καὶ γυναικισμοῦ καὶ κολακείας Plb.30.18.5, cf. D.S.31.15, γυναικισμὸν ὃν καὶ Ἀγάθωνος ... οἱ κωμικοὶ κατηγοροῦσιν καὶ Δημοκρίτου Phld.Mus.1.33.5, cf. 4.14.37.

Greek Monolingual

ο (AM γυναικισμός) γυναικίζω
συμπεριφορά που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
η αδυναμία του γυναικείου φύλου σε σύγκριση ή σχέση με το ανδρικό.