ἀπώτερος: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(big3_6) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />adj. compar. de ἀπό [[más alejado]] c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos</i> Pl.<i>Lg</i>.905a, cf. Sud.α 3678<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[más lejos]] ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero <i>Spir</i>.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον ([[γραμμή]]) la línea más alejada</i> respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.<i>Sphaer</i>.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, ([[γωνία]]) Papp.574.19, cf. Euc.<i>Phaen</i>.p.4. | |dgtxt=-α, -ον<br />adj. compar. de ἀπό [[más alejado]] c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos</i> Pl.<i>Lg</i>.905a, cf. Sud.α 3678<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[más lejos]] ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero <i>Spir</i>.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον ([[γραμμή]]) la línea más alejada</i> respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.<i>Sphaer</i>.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, ([[γωνία]]) Papp.574.19, cf. Euc.<i>Phaen</i>.p.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπώτερος]], -α, -ον) [[από]]<br />αυτός που βρίσκεται πιο [[μακριά]] συγκριτικά με κάποιον [[άλλο]], ο πιο [[μακρινός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο χρονικά [[μακρινός]] («το απώτερο [[μέλλον]]»)<br /><b>2.</b> «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς<br /><b>3.</b> «[[απώτερος]] [[σκοπός]]» — [[σκοπός]], [[πρόθεση]] που αναφέρεται στο [[μέλλον]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίρρ.</b> [[ἀπωτέρω]]<br />σε μεγαλύτερη [[απόσταση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:58, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, Comp., (ἀπό)
A farther off, = μακρότερος, Suid.: neut. as Adv., ἡ ἀπώτερον (sc. γραμμή) Euc.3.15,al.; opp. ἔγγιον, Id.Phaen.p.4 M.
German (Pape)
[Seite 342] superl. ἀπώτατος (ἀπό), entfernter, der entfernteste, Sp., bes. von Verwandtschaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώτερος: -α, -ον, συγκρ. (ἀπό), «μακρότερος» Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
adj. compar. de ἀπό más alejado c. gen. τούτων εἰς ἀπώτερον ἔτι διακομισθεὶς τόπον llevado a un lugar más alejado aún que esos Pl.Lg.905a, cf. Sud.α 3678
•neutr. como adv. más lejos ὅταν δὲ ἀπώτερον (ᾖ) Hero Spir.2.27, esp. subst. ἡ ἀπώτερον geom. y astron. ἀπώτερον (γραμμή) la línea más alejada respecto a un punto, Euc.3.7, 8, 15, Papp.244.25, Autol.Sphaer.7, (περιφέρεια) Papp.506.20, (γωνία) Papp.574.19, cf. Euc.Phaen.p.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπώτερος, -α, -ον) από
αυτός που βρίσκεται πιο μακριά συγκριτικά με κάποιον άλλο, ο πιο μακρινός
νεοελλ.
1. ο χρονικά μακρινός («το απώτερο μέλλον»)
2. «απώτεροι συγγενείς» — οι μακρινοί συγγενείς
3. «απώτερος σκοπός» — σκοπός, πρόθεση που αναφέρεται στο μέλλον
αρχ.
επίρρ. ἀπωτέρω
σε μεγαλύτερη απόσταση.