ἀπωτέρω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωτέρω Medium diacritics: ἀπωτέρω Low diacritics: απωτέρω Capitals: ΑΠΩΤΕΡΩ
Transliteration A: apōtérō Transliteration B: apōterō Transliteration C: apotero Beta Code: a)pwte/rw

English (LSJ)

Comp. Adv. of ἄπωθεν,
A farther off, S.OT137, Ar.Nu. 771, Pl.Phdr.254c, etc.; γένει ἀ. ὄντες D.43.50: prov., ἀ. ἢ γόνυ κνάμα Theoc.16.18.
2 c. gen., farther from, Cratin.229.

Spanish (DGE)

adv. compar. de ἀπό más lejanamente, más lejos frec. en rel. c. el parentesco ἐὰν γένει ἀ. (ὦσι) Sol.Lg.50b, cf. D.44.13, Is.7.20, οἱ ἀ. φίλοι S.OT 137, gener. Aristid.Quint.96.3, prov. ἀ. ἢ γόνυ κνάμα más lejos que la rodilla está la espinilla Theoc.16.18, cf. LXX Da.9.7
ἀ. στάς estando a cierta distancia Ar.Nu.771, ἀπελθόντε ἀ. Pl.Phdr.254c, cf. Plb.15.6.2, Aen.Tact.28.4, PHib.200.7 (III a.C.), Plu.2.972e
c. gen. muy o más lejos, a cierta distancia ὄνοι δ' ἀ. κάθηνται τῆς λύρας los burros se ponen a distancia de la lira Cratin.247, ἀ. τῆς πόλεως Aen.Tact.4.10, 23.9, cf. 17.3, Heraclit.Par.25, Anon.Miracl.Thecl.23.9
por el parentesco ἀ. τῶν προειρημένων Plb.4.35.13.

German (Pape)

[Seite 342] adv. zum vorigen, οἱ ἀπ. φίλοι Soph. O. R. 137; Plat. u. Folgde; ἀπωτάτω, Dem.

French (Bailly abrégé)

adv. au Cp.
plus loin ; avec un gén., plus loin de.
Étymologie: ἀπό.

Russian (Dvoretsky)

ἀπωτέρω: [compar. к ἀπό дальше Arph., Plat.: ὁ ἀ. Soph. более дальний; ἀ. τῷ γένει Dem. состоящий в более дальнем родстве; σμικρὸν ἀ. τινός Plat. чуть подальше кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωτέρω: συγκρ. ἐπίρρ. τοῦ ἄπωθεν, πορρωτέρω, ὑπὲρ γὰρ οὐχὶ τῶν ἀπωτέρω φίλων, ἀλλ’ αὐτὸς αὑτοῦ τοῦτο ἀποσκεδῶ μύσος, «τουτέστιν οὐ μόνον ὑπὲρ τοῦ ἀνῃρημένου Βασιλέως ἄξιον ποιήσασθαι τὴν ἀναζήτησιν, ἀλλὰ καὶ τοῦ αὐτοῦ ἐμοῦ» (Σουΐδ.), Σοφ. Ο. Τ. 137, Ἀριστοφ. Νεφ. 761, Πλάτ. Φαῖδρ. 254C, κτλ.· γένει ἀπ. ὄντες Δημ. 1066. 26· παροιμ. ἀπ. ἤ γόνυ κνάμα, «παροιμία ἐστὶ τὸ πορρωτέρω ἡ κνήμη τοῦ γόνατος· τίθεται δὲ αὕτη ἐπὶ τῶν ἀγαπώντων ἑαυτούς, καὶ λεγόντων τιμιωτέρους εἶναι αὐτοὺς τῶν ξένων· οἱ γὰρ πορρωτέρω οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς εἰσίν» (Σχόλ.), Θεόκρ. 16. 18. 2) μετὰ γεν. ὄνοι δ’ ἀπωτέρω κάθηνται τῆς λύρας, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 6, Πλάτ. Πολ. 449Β.

Greek Monotonic

ἀπωτέρω: συγκρ. επίρρ. του ἄπωθεν, πιο μακριά από, σε Σοφ. κ.λπ.· παροιμ., ἀπωτέρω ἢγόνυ κνήμα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἄπωθεν
comp. adv. of ἄπωθεν, further off, Soph., etc.: proverb., ἀπ. ἢ γόνυ κνήμα Theocr.