βούλιος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[sensato]] ἄλλο πρᾶξαι [[δεῖ]] τι βουλιώτερον A.<i>Ch</i>.672.
|dgtxt=-ον [[sensato]] ἄλλο πρᾶξαι [[δεῖ]] τι βουλιώτερον A.<i>Ch</i>.672.
}}
{{grml
|mltxt=[[βούλιος]], -ον (Α) [[βουλή]]<br />[[συνετός]], [[σοφός]].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλιος Medium diacritics: βούλιος Low diacritics: βούλιος Capitals: ΒΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: boúlios Transliteration B: boulios Transliteration C: voylios Beta Code: bou/lios

English (LSJ)

ον

   A, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.

Greek (Liddell-Scott)

βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Cp. βουλιώτερος;
sérieux, grave.
Étymologie: βουλή.

Spanish (DGE)

-ον sensato ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον A.Ch.672.

Greek Monolingual

βούλιος, -ον (Α) βουλή
συνετός, σοφός.