διασκεδαστής: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[desintegrador]], [[exterminador]]del Faraón, Ph.1.89, Origenes <i>Pasch</i>.49.29.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[desintegrador]], [[exterminador]]del Faraón, Ph.1.89, Origenes <i>Pasch</i>.49.29.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -στρια, η) (Α [[διασκεδαστής]] διασκεδάστρια)<br /><b>1.</b> [[φίλος]] τών διασκεδάσεων, [[γλεντοκόπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που διασκεδάζει τους άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπιστής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[απερίσκεπτος]], [[αμελής]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκεδαστής Medium diacritics: διασκεδαστής Low diacritics: διασκεδαστής Capitals: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΗΣ
Transliteration A: diaskedastḗs Transliteration B: diaskedastēs Transliteration C: diaskedastis Beta Code: diaskedasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A scatterer, as Adj., extravagant, reckless, τρόπος Ph.1.89.

German (Pape)

[Seite 602] ὁ, der Zerstreuer, Philo.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
desintegrador, exterminadordel Faraón, Ph.1.89, Origenes Pasch.49.29.

Greek Monolingual

ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκεδαστής διασκεδάστρια)
1. φίλος τών διασκεδάσεων, γλεντοκόπος
2. αυτός που διασκεδάζει τους άλλους
αρχ.
1. διασκορπιστής
2. ως επίθ. απερίσκεπτος, αμελής.