διδυμόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐδῠμόζῠγος) -ον<br />[[de doble yugo]] fig. [[doble]] ὕδωρ a los ojos de un ebrio, Nonn.<i>D</i>.15.21, μόρος destino doble</i> Nonn.<i>D</i>.34.240.
|dgtxt=(δῐδῠμόζῠγος) -ον<br />[[de doble yugo]] fig. [[doble]] ὕδωρ a los ojos de un ebrio, Nonn.<i>D</i>.15.21, μόρος destino doble</i> Nonn.<i>D</i>.34.240.
}}
{{grml
|mltxt=[[διδυμόζυγος]], -ον και [[διδυμόζυξ]] (-υγος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> ο ζεμένος με δύο ίππους ή βόδια<br /><b>2.</b> [[διπλός]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐδῠμόζῠγος Medium diacritics: διδυμόζυγος Low diacritics: διδυμόζυγος Capitals: ΔΙΔΥΜΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: didymózygos Transliteration B: didymozygos Transliteration C: didymozygos Beta Code: didumo/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with a pair of horses; twofold, ὕδωρ Nonn.D.15.21; μόρος ib.34.240.

German (Pape)

[Seite 616] doppelgespannt, übh. doppelt, Nonn. D. 15, 21.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδῠμόζῠγος: -ον, διπλοῦς, ὕδωρ Νόνν. Δ, 15. 21· ὡσαύτως, ἔχων ζεῦγος ἵππων, διδυμόζυξ, υγος, ὁ, ἡ, δίφρος ὁ αὐτ. Δ. 21. 210.

Spanish (DGE)

(δῐδῠμόζῠγος) -ον
de doble yugo fig. doble ὕδωρ a los ojos de un ebrio, Nonn.D.15.21, μόρος destino doble Nonn.D.34.240.

Greek Monolingual

διδυμόζυγος, -ον και διδυμόζυξ (-υγος), ο, η (Α)
1. ο ζεμένος με δύο ίππους ή βόδια
2. διπλός.