ἐκκυνηγετέω: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(big3_13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἐκκῠνηγετέω)<br />[[dar caza]], [[perseguir]] ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.<i>Isid</i>.302<br /><b class="num">•</b>fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.<i>Io</i> 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025. | |dgtxt=(ἐκκῠνηγετέω)<br />[[dar caza]], [[perseguir]] ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.<i>Isid</i>.302<br /><b class="num">•</b>fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.<i>Io</i> 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκκῠνηγετέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνεχίζω]], [[εμμένω]] στην [[καταδίωξη]], [[καταδιώκω]], [[παίρνω]] από [[πίσω]], [[κυνηγώ]], <i>τινα</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A pursue in the chase, hunt down, τινά E.Ion 1422, prob. in A.Eu.231.
German (Pape)
[Seite 765] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠνηγετέω: κυνηγῶ, καταδιώκω, τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε κἀκκυνηγετῶ ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poursuivre avec une meute.
Étymologie: ἐκ, κυνηγετέω.
Spanish (DGE)
(ἐκκῠνηγετέω)
dar caza, perseguir ἡ θεὸς αὐτὸν ἐκκυνηγετοῦσα Dam.Isid.302
•fig. τίς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; E.Io 1422, τὴν νυμφαγωγὸν ἐκκυνηγετῶν τρόπιν Lyc.1025.
Greek Monotonic
ἐκκῠνηγετέω: μέλ. -ήσω, συνεχίζω, εμμένω στην καταδίωξη, καταδιώκω, παίρνω από πίσω, κυνηγώ, τινα, σε Ευρ.