ἀποδασμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[parte separada]] Th.1.12.<br /><b class="num">2</b> [[privación de]] χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[parte separada]] Th.1.12.<br /><b class="num">2</b> [[privación de]] χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀποδασμός]], ο (Α) [[αποδατούμαι]]<br /><b>1.</b> [[τεμαχισμός]] ενός όλου, [[διαίρεση]], [[μερισμός]]<br /><b>2.</b> [[μέρος]] ενός συνόλου.
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδασμός Medium diacritics: ἀποδασμός Low diacritics: αποδασμός Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: apodasmós Transliteration B: apodasmos Transliteration C: apodasmos Beta Code: a)podasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀποδατέομαι)

   A division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie détachée d’un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.

Greek Monolingual

ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.