δοτέος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(big3_12) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser dado]] σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς [[ἄρα]] τις δ. Arist.<i>EN</i> 1134<sup>b</sup>7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23. | |dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser dado]] σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς [[ἄρα]] τις δ. Arist.<i>EN</i> 1134<sup>b</sup>7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[δίδωμι]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δοτέον</i>, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (δίδωμι)
A to be given, Hdt.8.111. II δοτέον one must give, Pl. R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.
Greek (Liddell-Scott)
δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.
Greek Monotonic
δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.