ἐκσαόω: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
(big3_14b) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[salvar]], [[poner a salvo]] μιν ... ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι lo sacó a salvo cuando creía que iba a morir</i>, <i>Il</i>.4.12, ἐξεσάωσε θαλάσσης (lo) sacó a salvo del mar</i>, <i>Od</i>.4.501, ψυχὴν δ' ἐξεσάωσα Archil.12.3, ἄλλο (πέδιλον) μὲν ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος salvó del barro una de sus sandalias</i> A.R.1.10, θεάτρου κύκλον περιώσιον ἐξεσάωσε <i>IEphesos</i> 2043.3 (IV d.C.), τοίχους <i>Test.Salaminia</i> 204.3 (V d.C.), πτόλιν ἐξεσάωσαν ἐύκτιτον Ἀντινοῆος Dioscorus 14.34. | |dgtxt=[[salvar]], [[poner a salvo]] μιν ... ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι lo sacó a salvo cuando creía que iba a morir</i>, <i>Il</i>.4.12, ἐξεσάωσε θαλάσσης (lo) sacó a salvo del mar</i>, <i>Od</i>.4.501, ψυχὴν δ' ἐξεσάωσα Archil.12.3, ἄλλο (πέδιλον) μὲν ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος salvó del barro una de sus sandalias</i> A.R.1.10, θεάτρου κύκλον περιώσιον ἐξεσάωσε <i>IEphesos</i> 2043.3 (IV d.C.), τοίχους <i>Test.Salaminia</i> 204.3 (V d.C.), πτόλιν ἐξεσάωσαν ἐύκτιτον Ἀντινοῆος Dioscorus 14.34. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκσᾰόω:''' αόρ. αʹ [[ἐξεσάωσα]], Επικ. αντί [[ἐκσῴζω]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. for
A ἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Il.4.12 ; ἐξεσάωσε θαλάσσης Od.4.501 ; ψυχὴν δ' ἐξ. v.l. in Archil.6; [πέδιλον] ὑπ' ἰλύος A.R.1.10.
German (Pape)
[Seite 778] erretten aus; θαλάττης Od. 4, 501; vgl. Il. 4, 12; Archil. bei Schol. Ar. Pax 1301 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 10, ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσᾰόω: Ἐπ. ἀντὶ τοῦ ἐκσῴζω, ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι Ἰλ. Δ. 12· ἐξεσάωσε θαλάσσης Ὀδ. Δ. 501· ψυχὴν δ᾿ ἐξ. Ἀρχίλ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1301.
French (Bailly abrégé)
-αῶ;
ao. ἐξεσάωσα;
sauver de : τινα θαλάσσης OD arracher qqn à la mer ; abs. sauver de la mort, acc..
Étymologie: ἐκ, σαόω.
English (Autenrieth)
aor. ἐξεσάωσεν: save (from), τινά (τινος).
Spanish (DGE)
salvar, poner a salvo μιν ... ἐξεσάωσεν ὀϊόμενον θανέεσθαι lo sacó a salvo cuando creía que iba a morir, Il.4.12, ἐξεσάωσε θαλάσσης (lo) sacó a salvo del mar, Od.4.501, ψυχὴν δ' ἐξεσάωσα Archil.12.3, ἄλλο (πέδιλον) μὲν ἐξεσάωσεν ὑπ' ἰλύος salvó del barro una de sus sandalias A.R.1.10, θεάτρου κύκλον περιώσιον ἐξεσάωσε IEphesos 2043.3 (IV d.C.), τοίχους Test.Salaminia 204.3 (V d.C.), πτόλιν ἐξεσάωσαν ἐύκτιτον Ἀντινοῆος Dioscorus 14.34.