ἐντορνεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> mec. [[trabajar al torno]] en perf. pas. ἐντετορνεύσθω σωλήν Hero <i>Aut</i>.16.2.<br /><b class="num">2</b> [[cincelar]], [[grabar]] ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάς Cyr.Al.M.70.1261A, cf. <i>Dial.Trin</i>.1.412d, en v. pas. Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν [[δέκα]] λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατο Ps.Caes.46.8, λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλος adoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada</i> Cyr.Al.M.70.1373B.<br /><b class="num">3</b> fig. [[infligir]] ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόν Nil.M.79.1133B.
|dgtxt=<b class="num">1</b> mec. [[trabajar al torno]] en perf. pas. ἐντετορνεύσθω σωλήν Hero <i>Aut</i>.16.2.<br /><b class="num">2</b> [[cincelar]], [[grabar]] ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάς Cyr.Al.M.70.1261A, cf. <i>Dial.Trin</i>.1.412d, en v. pas. Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν [[δέκα]] λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατο Ps.Caes.46.8, λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλος adoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada</i> Cyr.Al.M.70.1373B.<br /><b class="num">3</b> fig. [[infligir]] ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόν Nil.M.79.1133B.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐντορνεύω]])<br />[[σχηματίζω]] κοιλότητες με τόρνο, [[τορνεύω]] [[κάτι]] εσωτερικά, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με τόρνο, το [[περνώ]] από τόρνο.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντορνεύω Medium diacritics: ἐντορνεύω Low diacritics: εντορνεύω Capitals: ΕΝΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: entorneúō Transliteration B: entorneuō Transliteration C: entorneyo Beta Code: e)ntorneu/w

English (LSJ)

   A turn by the lathe, in pf. Pass. ἐντετορνεύσθω Hero Aut. 16.2.

German (Pape)

[Seite 857] eindrechseln, oft v. l. des Vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντορνεύω: κατασκευάζω διὰ τοῦ τόρνου, Ἥρων Αὐτομ. 259. 19· ἴδε τὸ προηγ.

Spanish (DGE)

1 mec. trabajar al torno en perf. pas. ἐντετορνεύσθω σωλήν Hero Aut.16.2.
2 cincelar, grabar ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάς Cyr.Al.M.70.1261A, cf. Dial.Trin.1.412d, en v. pas. Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν δέκα λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατο Ps.Caes.46.8, λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλος adoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada Cyr.Al.M.70.1373B.
3 fig. infligir ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόν Nil.M.79.1133B.

Greek Monolingual

ἐντορνεύω)
σχηματίζω κοιλότητες με τόρνο, τορνεύω κάτι εσωτερικά, κατασκευάζω κάτι με τόρνο, το περνώ από τόρνο.